ñuño - translation to ισπανικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

ñuño - translation to ισπανικά


monjil      
nuns, of a nun
monja         
nun
nun         
  • A Chinese nun ascending steps on Mount Putuo Shan island
  • Benedictine]] nuns
  • ''Three [[Sisters of Charity of St. Vincent de Paul]] in the Portal of a Church'', by [[Armand Gautier]]
  • Bridgettine Sisters]] at the [[March For Life in Washington, D.C.]], January 2009
  • [[Hildegard of Bingen]] and her nuns
  • Two Anglican nuns
  • [[Bursfelde Abbey]] has continued as a Lutheran convent since A.D. 1579
  • Maria Johanna Baptista von Zweyer, Abbess of the Cistercian abbey of Wald
  • [[Mother Teresa]], founder of the [[Missionaries of Charity]]<ref name=":2" /><ref name=":3" />
  • ''Princess Praskovya Yusupova Before Becoming a Nun'', [[Nikolai Nevrev]], 1886
  • ''The Way of Humility'': [[Russian Orthodox]] nun working at [[Ein Karem]], [[Jerusalem]]
  • Two Birgitta sisters in [[Sweden]] 2019.
  • Saint Sophia]] of [[Suzdal]], wearing the full monastic habit of a [[Schemanun]]
  • Gradac]], Serbian orthodox monastery
MEMBER OF A RELIGIOUS COMMUNITY OF WOMEN
Nuns; Nun (religion); Women's monasticism; Female monasticism; Cloistress; Catholic Nuns and Sisters; Mother (religious title); Choir nun; Roman Catholic nun; Catholic nun; Women religious; Sœur; Roman Catholic nuns
monja

Ορισμός

nuño
sust. masc.
Chile. Botánica. Planta de la familia de las irídeas, de raíces fibrosas, bastante drásticas, y flores rosadas.

Βικιπαίδεια

Nuño
(Spanish) or (Catalan) is a masculine given name of Latin origin (, , , and so on). Its Portuguese form is .